Ηλεκτρονικο Περιοδικο των Εκπαιδευτηριων Ι. ΤΣΙΑΜΟΥΛΗ

Μία η ντουντούκα τέσσερις εμείς …

του Σταμάτη Κωνσταντινίδη

                                                                                                                       στην Αγγελική

                                                                                                                      αιώνια παιδιά

«Λαέ ξεσηκώσου, βγείτε από τα σπίτια σας όλοι», καλούσε η δυνατή φωνή, που ακούστηκε έξωθεν  τόσο έντονα και διαπεραστικά διακόπτοντας την ησυχία του φθινοπωρινού απογεύματος και την απολαυστική ανάγνωση του βιβλίου μου. Περίπου προσκαλούσε σε εθνεγερσία ο πλανόδιος αγωνιστής με την ντουντούκα ανά χείρας, καθώς γύρω του είχαν αρχίσει να μαζεύονται οι πρώτοι ένθερμοι ομοϊδεάτες του πολεμικού σχεδόν προσκλητηρίου. Καθώς παρατηρούσα τον κόσμο που στοιχιζόταν γύρω από τον επικεφαλής διαδηλωτή με την στεντόρεια φωνή του μεγαφώνου, με έκπληξη – ευχάριστη και απρόσμενη – αναγνώρισα στο πρόσωπο του διερχόμενου εθνεγέρτη τον παλαιό συμμαθητή μου τον Κοσμά, που θα ’χα να τον  δω καμμιά εικοσαριά χρόνια…

 

Με τον Κοσμά ήμαστε συμμαθητές στο Λύκειο. Ήταν ένα καλόκαρδο κι έξυπνο παιδί, ετοιμόλογο, με αγάπη για τα βιβλία, το θέατρο και τον κινηματογράφο –  αρκεί βεβαίως όλα τα παραπάνω να είχαν τις ευλογίες και την έγκριση του Κόμματος. Ήταν βαθιά πολιτικοποιημένος και οργανωμένος στην νεολαία της ορθόδοξης Αριστεράς,  όπου με πίστη και ευσυνειδησία αφιέρωνε ώρες ατελείωτες εθελοντικής προσφοράς ως ένας απλός στρατιώτης. Διαφωνούσαμε πάντοτε, καθώς εγώ, και όταν ακόμη φλέρταρα στην ζωή μου με την ανανεωτική Αριστερά, δεν συνήψα ποτέ σχέση μαζί της, αφού με ενοχλούσε βαθύτατα η ανέξοδη και εκ του ασφαλούς γκρίνια της,  και κυρίως η άρνηση ανάληψης της οποιασδήποτε ευθύνης – εν προκειμένω πολιτικής. Πώς θέλεις ν’ αλλάξουν όλοι οι άλλοι, όταν εσύ μένεις καθηλωμένος και ακίνητος;

Με κυνηγούσε πολλές φορές ο Κοσμάς να με οργανώσει στην νεολαία του Κόμματος. Αρνιόμουν πάντοτε, «δεν έχετε ωραία κορίτσια» του αντέτεινα για να ξεφεύγω, «γιατί, τί έχουν;» αναρωτιόταν, «μουστάκι και ταγάρι», του ανταπαντούσα πειράζοντάς τον. Αλλά αυτός δεν θύμωνε, ήταν πάντοτε πράος και καλοσυνάτος. Την ίδια επίμονη άρνησή μου εισέπραττε και πολλές φορές που ήθελε να πάμε παρέα σε κάποια διαδήλωση. Δεν του ’κανα ποτέ το χατίρι. Από παιδί θυμάμαι, παρότι δεν έπασχα από αγοραφοβικά σύνδρομα, δεν άντεχα  τις λαϊκές αγορές, τις εμποροπανηγύρεις μπροστά από τις εκκλησίες και τις διαδηλώσεις. Δεν δελεαζόμουν ούτε από τις φτηνές τιμές των πρώτων, ούτε την λαϊκή φαντασμαγορία των δεύτερων,  ούτε από τα εκκωφαντικά συνθήματα των τρίτων.

Απέναντι από το σχολείο μας υπήρχε ένα μικρό καφενεδάκι. Εκεί ίσως έμαθα τα σημαντικώτερα εφηβικά μου γράμματα, αφού στο  σχολείο έπληττα θανάσιμα. Εκεί ατελείωτες  ώρες,  παιδιά που ψάχναμε ν’ ανακαλύψουμε το έξω και το μέσα μας, βρισκόμαστε άλλοτε κάποια νυσταλέα πρωινά, άλλοτε στο μεσημεριανό σχόλασμα και άλλοτε σε ενδιάμεσα σκασιαρχεία, και συζητούσαμε πολιτικά, διαβάζαμε ποίηση, σχολιάζαμε ταινίες, γράφαμε άρθρα για περιοδικά κι εφημερίδες που εκδίδαμε, τραγουδούσαμε – και θα ’λεγα ψέματα αν δεν προσέθετα πίναμε και καπνίζαμε,  χωρίς να βρίζουμε όμως την αγάπη, ίσα- ίσα!  Εκεί καταστρώσαμε πολλές φορές επιτελικά σχέδια αλώσεως του άλλου φύλου, εκεί νιώσαμε τα κοσμογονικά σκιρτήματα των πρώτων μεγάλων ερώτων, εκεί και τις ανεξήγητες ερωτικές απογοητεύσεις.

Εκεί θυμάμαι και τον συμμαθητή μου τον Κοσμά, πάντοτε ετοιμοπόλεμο, να διαβάζει Μπρεχτ και Μαγιακόφσκι – όχι όμως και τον αυτοεξόριστο Ταρκόφσκι –  και να μιλάει ασταμάτητα για το όραμα ενός άλλου κόσμου με κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς ταξικές διακρίσεις. Διαφωνούσαμε συνεχώς αλλά σε όλες μου τις ενστάσεις για την σιδηρά κομματική πειθαρχία και την έλλειψη προσωπικής βούλησης και κρίσης στο κόμμα του, την απουσία πολυφωνίας, την ανυπαρξία δημοκρατικών εκλογών στα καθεστώτα που υποστήριζε, τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας για τους αντιφρονούντες, τις παρακολουθήσεις και την απαγόρευση δυνατότητας προσωπικής περιουσίας, μου αντέτεινε στερεοτυπικά την ίδια πάντοτε απάντηση: «Η παραπληροφόρηση των κακών Δυτικών!». Κι όταν προσπερνούσε τις αντιρρήσεις μου κι άρχιζε να μου αραδιάζει τα καλά του καθεστώτος, τον διέκοπτα απότομα προσπαθώντας να του εξηγήσω ότι το αναγκαίο καλό είναι συλλήβδην κακό, διότι καταπατά το αυτοπροαίρετο του ανθρώπου και οτιδήποτε δεν σέβεται την ελευθερία της βούλησης είναι καταδικαστέο.

Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό ο Κοσμάς  μπήκε έξαλλος στο καφενείο,  σαν ταύρος σε υαλοπωλείο! Δεν τον είχα συνηθίσει ποτέ εκτός εαυτού,  είχε πάντοτε αυτοσυγκράτηση και αυτοκυριαρχία.

«Εγώ με αυτούς τελείωσα. Κατάλαβες; Τε-λεί-ω-σα» επανέλαβε τονίζοντας μία-  μία τις συλλαβές. Έκπληκτος του ζητούσα εξηγήσεις προτρέποντάς τον να λύσει το αίνιγμά του. Τότε,  μου αφηγήθηκε την πιο κωμικοτραγική ιστορία  που έχω ακούσει στην ζωή μου, που στο άκουσμά της ξέσπασα σε ασυγκράτητο γέλιο, μελαγχόλησα όμως βαθιά όταν την ξανασκεφτόμουν αργότερα μόνος μου.

Ο Κοσμάς το προηγούμενο απόγευμα είχε συμμετάσχει ως φέρελπις κομματικός νεολαίος σε μία μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας  του κόμματός του με κατεύθυνση την αμερικανική πρεσβεία. Καθώς η ογκώδης διαδήλωση ανέβαινε την οδό Σταδίου, το πλήθος επαναλάμβανε   τετράκις  κάθε  σύνθημα που ο επικεφαλής συνθηματωρός  φώναζε πρώτος.  Ανέβαινε λοιπόν  η λαοθάλασσα κι αντηχούσε η Σταδίου: «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και άλλα τέτοια συναφή. Τότε ξαφνικά ακούστηκε το εξής απίστευτο από τον επικεφαλής της πορείας: «Μία η ντουντούκα, τέσσερις εμείς» κι ένα πλήθος χιλιάδων διαδηλωτών σε μακάρια παραληρηματική ασυνειδησία  επανaλάμβανε  τετράκις μετ’ επιτάσεως καθώς έφτανε στο Σύνταγμα: «Μία η ντουντούκα, τέσσερις εμείς». Τι είχε συμβεί; Ο άρχων της ντουντούκας πάνω στην φούρια της διαδήλωσης εξέλαβε ως σύνθημα και το φώναξε δυνατά  την σκηνοθετική οδηγία που υπήρχε ως υποσημείωση στο χαρτί του μετά τα συνθήματα,  σύμφωνα με την οποία, το κάθε σύνθημα θα λεγόταν μία φορά από την «ντουντούκα» και θα επαναλαμβανόταν τέσσερις φορές από τους διαδηλωτές μέχρι το επόμενο!

«Μα είναι δυνατόν να φωνάζουμε μία η ντουντούκα, τέσσερις εμείς,  και κανείς να μην αναρωτιέται τι είναι αυτό;» συνέχισε αναψοκοκκινισμένος ο Κοσμάς με τέτοια αυτοκριτική διάθεση που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ άλλοτε.

«Πρόβατα σε κομματικό μαντρί μου έλεγες πως είμαστε; Βόδια να λες καλύτερα! Στρατιωτάκια αμίλητα κι ακούνητα μας ανέβαζες και μας κατέβαζες; Μωρέ ρομποτάκια πειθήνια πες μας να το ευχαριστηθούμε! Πώρωση παρατηρούσες πάνω μας; Επιεικής ήσουν, και τύφλωση και κώφωση και αχρωματοψία και αναπηρία συνολική έχουμε!», φώναζε υπερθεματίζοντας την ανελέητη κριτική μου και αδιαφορώντας για τους υπολοίπους θαμώνες. «Εγώ, τέλος με αυτούς. Τέ- λος!».

Τελείωσε ο Κοσμάς με το κόμμα, τελειώσαμε κι εμείς το σχολείο,  κι ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Στο μεταξύ το καθεστώς κατέρρευσε, τα είδωλα αποκαθηλώθηκαν, τα τείχη γκρεμίστηκαν, όπως και ο κόσμος πολλών ανθρώπων που είχαν βαθιά μέσα τους πιστέψει στο καθεστώς. Κάτι τέτοιο πρέπει να έγινε  και με τον Κοσμά που χάθηκε απ’ τον κόσμο και δεν έδωσε σημεία ζωής σε κανέναν συμμαθητή. Το μόνο που μάθαμε ήταν ότι πήγε να σπουδάσει σκηνοθεσία και σεναριογραφία στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση.

Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι της,  λέει ο θυμόσοφος λαός, και κάπως έτσι εξηγώ την ιδεολογική  υποτροπή του Κοσμά, που άδραξε και πάλι την ντουντούκα και ξαναβγήκε στους δρόμους. Παρότι δεν με άκουγε άρχισα να του μιλώ.  Δεν ξέρω εκεί που ήσουν πώς ήταν τα πράγματα αλλά εμάς εδώ στην Ελλάδα, παλαιέ μου φίλε,  μας φάγαν οι ντουντούκες! Αυτές πληρώνουμε τώρα! Τις ντουντούκες,  που όλα αυτά τα χρόνια με τα κακόηχά τους ντεσιμπέλ αναγόρευαν σε δημοκρατικές κατακτήσεις και αναφαίρετα δικαιώματα τα πιο παρακμιακά και τυραννικά στοιχεία του λαού,  στηριζόμενα στο δόγμα ότι ο λαός δεν σφάλλει ποτέ,  μετατρέποντας  την χώρα σε μία απεργία διαρκείας  και  κατεβάζοντας μόνιμα ρολά στους πιο ζωντανούς και παραγωγικούς χώρους μιας κοινωνίας όπως τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Τις ντουντούκες , που δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την αλλαγή των  προσώπων αλλά για την εναλλαγή των προσωπείων, με τα οποία  μεταμφιέζονταν  κάθε φορά ατάλαντοι υποκριτές με την μάσκα  άλλοτε του προοδευτικού κι άλλοτε του αγανακτισμένου και επιβάλλονταν διά της φωνασκίας του μεγαφώνου  ελλείψει άλλων σοβαρών επιχειρημάτων. Τι  φάλτσο Θεέ μου!

Κι αν παλιόφιλε συμμαθητή, η ομοβροντία είχε νόημα κάποτε προκειμένου με την παλλαϊκή αντίσταση να αντιπαρατεθεί κανείς σ’ ένα σκαιό δικτατορικό καθεστώς, μεταπολιτευτικά λειτούργησε σχεδόν πάντοτε σαν το τέλειο άλλοθι,  που  μέσα στην μαζικότητα αναζητεί κανείς για να μην αναλάβει ποτέ καμμία ευθύνη.  Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, δεν έχουμε ανάγκη την αγριοφωνάρα της ντουντούκας που εξαγριώνει τον πολίτη μετατρέποντας την κοινωνία σε ζούγκλα, αλλά προσωπικούς μειλίχιους ψιθύρους που κινητοποιούν και φιλοτιμούν καλώντας σε συνειδησιακές μεταμορφώσεις. Το κακό με τις μαζικές και κραυγαλέες πορείες είναι ότι έχουν τέρμα και μάλιστα ανερμάτιστο τέρμα, σε αντίθεση με τις προσωπικές πορείες που είναι πάντοτε ατερμάτιστες με ατερμάτιστον έρμα,  καθώς αποτελούν μία ασταμάτητη κατάδυση εντός, με κοντέρ αντοχής ατελείωτων χιλιομέτρων αυτομηδενιζόμενο και επανεκκινούμενο διαρκώς. Το τέρμα τους είναι σαν την σκιά,  που όλο ξεφεύγει και τρέχεις ξοπίσω της χωρίς ποτέ να την πιάνεις.

Καμμία αλλαγή δεν γίνεται μαζικά, η αλλαγή προϋποθέτει εξατομίκευση,  γιατί μόνον τότε σηκώνει κανείς το βάρος της ευθύνης του και αλλάζει. Μέσα στην μάζα γίνεσαι απλώς βάρος του άλλου, φόρτωμα, που δημιουργεί βαρύ και αρνητικό φορτίο μέσα σε μία ανίερη συνωμοσία επανάπαυσης και πνευματικής αργίας,  με άτομα παραλύοντα σε ακινησία και αβουλία. Το ζητούμενο ωστόσο οφείλει να είναι η εκλέπτυνση των συνειδήσεων και όχι η διόγκωσή τους. Η αποκρουστική άλλωστε διόγκωση του Κράτους που μας ταλαιπωρεί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά διόγκωση των συνειδήσεών μας. Ήρθε ο καιρός λοιπόν να λεπτύνουμε και η πνευματική δίαιτα που χρειαζόμαστε πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της ότι η αλλαγή του κάθε ανθρώπου είναι απολύτως μοναχική, όπως και καθετί σπουδαίο στην ζωή του. Μόνος του κανείς γεννιέται, μόνος του πεθαίνει, μόνος του επιλέγει και μόνος του αλλάζει. Η ευθύνη είναι πάντοτε ατομική, «του ελομένου», για να το πω πλατωνικά.

Η μικρή διαδήλωση είχε αρχίσει να ξεμακραίνει και η φωνή του Κοσμά χανόταν σαν αντίλαλος σιγά–σιγά. Κάποιοι λίγοι ακολουθούσαν και αρκετοί περίεργοι διαλύονταν. Εγώ – και να με συμπαθάς – για μία ακόμη φορά δεν ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά σου φίλε μου. Δεν ξέρω αν αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει ποτέ, είμαι όμως σίγουρος ότι αποκλείεται ν’ αλλάξει με την ντουντούκα σου. Εσύ ωστόσο κράτα την γερά την ντουντούκα! Μόνο πρόσεξε Κοσμά, πρόσεξε πώς διαβάζεις τα συνθήματα. Μη βιάζεσαι! Γιατί εσύ μπορεί να σπούδασες σκηνοθεσία, αλλά τα πιο ευφάνταστα σενάρια τα γράφει και τα σκηνοθετεί πολλές φορές η ίδια η ζωή. Και μερικές φορές σκαρώνει η άτιμη  κάτι φάρσες, μα κάτι φάρσες…

Ο Σταμάτης Κωνσταντινίδης είναι φιλόλογος εκπαιδευτικός των Εκπαιδευτηρίων  Ι. ΤΣΙΑΜΟΥΛΗ και Διευθυντής του Γενικού Λυκείου.

Tagged as: , , , , , , ,

8 Σχόλια »

  1. Μικροί Ήρωες
    Ξυπνάς κάθε μέρα με ένα μικρό βρόγχο στον λαιμό. Δεν γνωρίζεις αν κι αυτή η ημέρα θα σε κάνει αρκετά δυνατό για να ξεπεράσεις τα μικρά εμπόδια ή θα σε κάνει κομμάτια για άλλη μία φορά την ώρα που θα φοράς τις πυτζάμες σου χαράζοντας ακόμη μία ήττα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι σου. Τίποτε το ηρωικό δεν πρόκειται να κάνεις σε όλη την διάρκεια της ημέρας. Δε θα μιλήσεις, δε θα χτυπήσεις, δε θα βρίσεις, δε θα φέρεις σε δύσκολη θέση κανένα. Έτσι είσαι εσύ, ίσος με τους άλλους που δε μιλάνε, δε βρίζουν, δε χτυπάνε, δε φέρνουν σε δύσκολη θέση κανέναν. Άλλες φορές πάλι είσαι λίγο κατώτερος, είναι οι φορές που δεν κοιτάς αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις άνθρωπος.
    Εντάξει στις υποχρεώσεις σου ήσουν μία ολόκληρη ζωή, κύριος απέναντι στο νόμο, δε ζήτησες τίποτε περισσότερο από αυτό που σου καθόρισαν να πάρεις και όταν πάλι η μερίδα ήταν λειψή χαμήλωνες τα μάτια από ντροπή. Έτσι σε μεγάλωσαν : Να ντρέπεσαι εσύ για τους άλλους και να μπαίνεις στην τρύπα-καταφύγιο που πολύ προσεκτικά σκάλιζες για ολόκληρα χρόνια. Σερνόσουν εκεί μέσα, κουλουριαζόσουν και παρακαλούσες να μην γίνεις αντιληπτός από κανέναν. Την ησυχία σου ζητούσες και ζητάς. Την ησυχία σου.
    Δεν σου πρέπει να ξεχωρίζεις γιατί αυτό πολλές φορές είναι επικίνδυνο. Δεν θεωρείς ότι το να ξεχωρίζεις φέρνει καλά αποτελέσματα, άσε που κάποιες φορές σε φέρνει σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Μπορεί να χάσεις την δουλειά σου, μπορεί να σου στερήσουν μία αυξησούλα (που χρόνια πάλευες γι’ αυτή), μπορεί επίσης να σε κάνει να είσαι απέναντι από τον όχλο. Πόσο πολύ μοναξιά πρέπει να έχει αυτή η θέση απέναντι από τον όχλο! Μακριά από σένα αυτή η θέση. Εκεί στριμωχτά με τους άλλους και ας μην μπορείς να πάρεις αέρα και ας ξέρεις ότι στο τέλος αυτό το μαντρί που στριμώχνονται όλοι δεν βγάζει πουθενά αλλού παρά μόνο στο σφαγείο. Το ξέρεις το σφαγείο, το έχεις δει κρυφά μέσα από την τρύπα που κουλουριάζεσαι. Εκεί ομαδικά πηγαίνει ο όχλος, χρόνια τώρα. Κανά δυο φορές έχεις δει κάποιος να ξεστρατίζει και να τρέχει προς τα χωράφια, ουρλιάζοντας: «Είναι άδικο». Αυτόν οι φύλακες τον πυροβολούν. Μπαμ! Τέλος.
    Η καλύτερή σου ώρα όμως σε λίγο θα έρθει, όπως κάθε μέρα πριν ξυπνήσεις με το βρόγχο στο λαιμό. Είναι η ώρα που ονειρεύεσαι ότι είσαι αυτός που ξεστρατίζει πριν το σφαγείο. Είναι η ώρα που επαναστατείς για το άδικο και που λες αλήθειες και που δεν σε νοιάζει η ησυχία, η ανωνυμία, το αποτέλεσμα. Είναι η ώρα που γίνεσαι ένας Μικρός Ήρωας και έχεις όνομα. Εκείνη την γραμμή στον τοίχο δεν την ξαναχαράζεις ακούς μόνο το «Μπαμ» και είσαι Ελεύθερος.

  2. Αγαπητέ Σπύρο,
    διάβασα το κείμενο που ανάρτησες ως σχόλιο, το οποίο δανείζεσαι απ’ ότι βλέπω από κάποιο blog με τον τίτλο simple man- μάλιστα βλέπω ότι είναι πολυγραφότατος ο εν λόγω κύριος…Προφανώς ο καθένας έχει τις απόψεις του και αγωνίζεται για αυτές με τον τίμιο αγώνα που η συνείδησή του του επιτάσσει.Εγώ στην ζωή μου κατ’ αρχάς δεν υπήρξα ποτέ ανώνυμος και δεν καταλαβαίνω την ανωνυμία. Ο καθένας όταν γράφει κάτι οφείλει να το υπογράφει, αλλιώς διολισθαίνει στον εύκολο δρόμο της εκ του ασφαλούς κριτικής. Ξέρεις, κουκουλοφόροι υπάρχουν και στις πνευματικές πορείες! Αφιέρωσα αρκετές ώρες στο blog του simple man και διάβασα αρκετά άρθρα. Απογοητεύτηκα από όλα: ανέξοδη κριτική και ο γνωστός εισαγγελικός λόγος μιας βαθιά απαίδευτης νεοελληνικής αναίδειας που μεμψιμοιρεί και μονίμως μεταθέτει ευθύνες γιατί πάντοτε φταίνε οι άλλοι. Φαντάζομαι ότι ο κύριος simple man που έχει άποψη για όλα, και αντί να στοχάζεται απλώς γκρινιάζει -και μάλιστα με λεξιλόγιο του πιο εύκολου λαϊκισμού-, είναι κάποιος από αυτούς που όταν ήμαστε φοιτητές μαζί με την κουστωδία των λοιπών συνδικαλιστών άνοιγε αναιδώς την πόρτα διακόπτοντας το μάθημα, έκλεινε την σχολή με καταλήψεις δυο φορές τον χρόνο, αντέγραφε στις εξετάσεις,και αφιέρωνε όλον τον χρόνο του στις αγωνιστικές του υποχρεώσεις! Τώρα λοιπόν όλα του φταίνε γιατί ποτέ δεν μπήκε στον κόπο του δύσκολου προσωπικού αγώνα. Του χαρίζω την επαναστατική του διάθεση,δεν θα πάρω – το πιο απεχθές πράγμα στην ζωή είναι να θέλεις να γίνεσαι αρεστός και ευχάριστος. Εγώ από μαθητής ακόμη έδινα αγώνες για να μην κλείνουν τα σχολεία, οι μεγάλες επαναστάσεις είναι πάντα προσωπικές γι’ αυτό και είναι δύσκολες. Και οι πραγματικοί ήρωες δεν είναι αυτοί που ο simple man φαντασιώνεται ( μεταξύ μας κακοχωνεμένος και ατάλαντος Χάκκας και Καρυωτάκης ήταν η περιγραφή ) αλλά αυτοί που «προχωρούν στα σκοτεινά» για να θυμηθώ τον Σεφέρη, τον οποίο και προτιμώ, όπως και κάθε γνήσιο στοχαστή, γιατί συμπαθώ περισσότερο κάθε difficult man…

  3. Προφανώς κάθε αγωνιστική κινητοποίηση και συνδικαλιστική διεκδίκηση δεν μπορούν εξ ορισμού να θεωρηθούν παλαιοκομμουνιστικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις, όμως ουκ ολίγες φορές κατά τη μεταπολίτευση ζήσαμε την έκπτωσή τους σε ανέξοδη αγωνιστικότητα και ανεύθυνο συντεχνιασμό, όπου νόμος, πέρα από κάθε έννοια κοινωνικής ευθύνης και παραφράζοντας το παλαιό σύνθημα, είναι το δίκιο το δικό μου!
    Και όλα αυτά ενδεδυμένα με μανδύα προοδευτικότητας και επαναστατικότητας, που ήταν και της μόδας. Τώρα όμως που η ελληνική κοινωνία έχει αρχίσει και τα βλέπει πιο μαύρα τα πράγματα η δικαιολογημένη μας δυσαρέσκεια για όσα ζούμε, αλλά και η εν πολλοίς αντικοινωνική και αντιδημοκρατική κουλτούρα μας, οδηγούν πολύ κόσμο σε συνθήματα και συμπεριφορές όχι βέβαια σοσιαλιστικά, αλλά εθνικοσοσιαλιστικά.
    Και μόνο το γεγονός αυτό, της εκρητικής ανόδου δηλαδή της πιο μαύρης ακροδεξιάς, καθιστά-νομίζω-αναγκαία την περισυλλογή του ατόμου και τη αντοψία με τον εαυτό του. Δεν πρόκειται για αριστοκρατική στάση και αφ’ υψηλού αντιμετώπιση των πολλών, όπως εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται, αλλά προαπαιτούμενο, για να δει κανείς κριτικά τα όσα συμβαίνουν γύρω του, να μην παρασυρθεί από τις μόδες της εποχής και εν τέλει να οδηγηθεί στην κατά το δυνατόν καλύτερη ένταξη και δράση.

    Υ.Γ: υποθέτω ότι το ατάλαντος αφορά τον συντάκτη του blog και όχι τον Χάκκα.

  4. Προφανώς το «ατάλαντος» και το «κακοχωνεμένος» σχετίζονται με τον ατάλαντο συντάκτη του blog που φτηνά και ανεπιτυχώς μιμείται το ύφος του σπουδαίου Μάριου Χάκκα και του Καρυωτάκη.Ελπίζω μέσα στην δυσκολία της εποχής να ανοίγουν τέτοιες σοβαρές συζητήσεις που κινούνται σε κατεύθυνση αυτογνωσίας και να αποκτήσουμε κριτήρια ώστε να ξεχωρίζουμε την ποιοτική σκέψη – ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε – από την φτηνή γενικολογία και την αηδιαστική μιζέρια που καθηλώνει. Σκέψη που πτερώνει και αναπτερώνει χρειαζόμαστε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!

  5. Μου άρεσε ο συμβολισμός του συγκεκριμένου κειμένου γιατί «είδα» και τον εαυτό μου μέσα στο « καταφύγιο ».Αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετώ και ασπάζομαι το σύνολο των σκέψεων του συγκεκριμένου κυρίου για τον οποίο δε γνωρίζω αν είναι αριστερός,δεξιός, άσπρος ή μαύρος.Πάντα σε ό,τι λέω υπάρχει και μια διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού.Τα περισσότερα πράγματα στη ζωή τα έμαθα μελετώντας τους «αντίθετους» κι οχι τους ομοϊδεάτες μου.Έτσι έμαθα και για τη σφαγή στο Μελιγαλά και για τη απάνθρωπη πράξη-όνειδος στο Κατίν από τους Σοβιετικούς.Από την άλλη όμως εμπνέομαι απο αγνούς ιδεολόγους οι οποίοι πέτυχαν σημαντικές αλλαγές στους εργασιακούς τους τομείς με τους αγώνες τους (εχω βιωματικές εμπειρίες για το συγκεκριμένο).Και ο Καζαντζάκης μάλιστα σε μια επιστολή προς τη σύζυγό του Γαλάτεια αναφέρει: «Ανυπομονώ να δω πού βρίσκεται τώρα η Ιταλία, τί πνεματικά ρέματα, τί ανησυχίες, τί προσπάθειες στην τέχνη και στη σκέψη. Ένα κανείς διακρίνει: την κυριαρχία του φασισμού. Και φασισμός είναι ένα μεγάλο κοινωνικό (όχι μονάχα πολιτικό) ρέμα που παρασύρει την νεολαία όλης της Ιταλίας. Όπως είναι ο μπολσεβικισμός ένα σύνθημα πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πνεματικό κλπ. όμοια κι ο Φασισμός. Νέοι από 15 χρονών γυρίζουν τους δρόμους με τα μαύρα τους πουκάμισα, μαύρους σκούφους, σε διαρκή επιστράτεψη. Περιοδικά τέχνης πλήθος εκδίδονται με φασιστικό ιδανικό. Ίσως αυτό να μελετήσω είναι το κλειδί της σύχρονης πνεματικής Ιταλίας. Μπολσεβικισμός και φασισμός είναι οι δυο σύγχρονοι πόλοι που περιστρέφεται η Ευρώπη. Ο Μουσολίνι είναι ίσως πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι ως τώρα συνηθίσαμε να θαρρούμε. Πάντως αργότερα θα μπορέσω να κρίνω τώρα Σου γράφω απλώς την πρώτη μου εντύπωση.» Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να αναιρέσουν το πνευματικό του μεγαλείο και πάντα θα με οδηγεί πλέον στη ζωή μου αυτή η φράση του από την Ασκητική του: «Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι».

  6. «Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί,
    εγώ φταίω.»
    Ν.Καζαντζάκης,Ασκητική,Salvatores Dei.
    Δηλαδή το όλο(ν) μπορεί να αλλάξει απο το ένα.Και όχι το ένα από το όλο(ν).
    Δεν ξέρω αν η ντουντούκα είναι μια «κάποια λύσις» και αυτή.
    Δεν εχει μεγάλη σημασία όμως,η μορφή πάλης.Σημασία έχει η πάλη.
    Η πάλη όμως,η μεγάλη,δεν είναι οι δρόμοι οι μεγάλοι.
    Είναι ό,τι έχει,ο καθένας,σε προσωπικές αντιστάσεις,μέσα μας,
    ‘Εκεί’ παίρνονται πάντα οι μεγάλες αποφάσεις.
    Απο εκεί ξεκινάει ο πολιτισμός.Ο προσωπικός και μετά ο συλλογικός.
    Και έτσι χτίζονται οι διάφοροι ΄πολιτισμοί’ ανά καιρούς.
    Από ‘μέσα’ προς τα ‘έξω’.
    Τα πάντα στη σοφή φύση λειτουργούν υπό αυτόν τον κανόνα.Και δεν είναι τυχαίο.
    Άρα,ναι στις προτάσεις,ναι στη συλλογικότητα,ναι στη μαχητικότητα(στη ντουντούκα δε ξέρω,έχει ανάγκη από θόρυβο αυτή η όμορφη πόλη?)αλλά όλα αυτά έπονται.
    Έπονται της αυτοκριτικής,της αυτομούτζας,της δικής μας προσωπικής αντίστασης στα δικά μας λάθη,της εσωτερικής δουλειάς.
    Τώρα που η ‘δουλειά’ κοντεύει να γίνει πολυτέλεια,για όποιον την έχει,να μια δουλειά διαθέσιμη για όλους.
    Και που όλοι την έχουμε ανάγκη και που ίσως υπό προϋποθέσεις μας κάνει καταλληλότερους και για μια κανονική δουλειά-εργασία.
    -‘Μόνος του κανείς γεννιέται, μόνος του πεθαίνει, μόνος του επιλέγει και μόνος του αλλάζει.’
    -‘Μεγαλώνουμε σε έναν κόσμο που μας αραδιάζει ένα σωρό πράματα για να ξεχνάμε βασικές αλήθειες,αλλά εγώ ποτέ δεν ξεχνάω.’

  7. Υ.Γ.Ο μινι διάλογος στο τέλος αποτελεί απόσπασμα από την σειρά Mad Men.
    Για την ακρίβεια,αν και δυσκολεύτηκα να το εξακριβώσω:
    Season 1,episode Topaz-1,Don Draper.

  8. Το κειμενο σου δεν ειναι καν αξιο σχολιασμου. Απλα να αναφερω πως για να στηριξεις το ρομαντζο σου δγμιουργεις μια ιστορια καθολα ψευδη,τη στιγμη που ολοι οι «κινηματικοι» ξερουν πως το συνθημα μια η ντουντουκα…. ακουστηκε σε πορεια του ΕΚΚΕ στη Θεσσαλονικη

Αφήστε απάντηση στον/στην Σπύρος Κατριβέσης Ακύρωση απάντησης